- εξαχρειώνω
- και εξαχρειώ (Μ ἐξαχρειῶ, -όω) [αχρειώ]καθιστώ κάποιον αχρείο, διαφθείρωνεοελλ.εξευτελίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξαχρειώνω — εξαχρειώνω, εξαχρείωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εξαχρειώνω — εξαχρείωσα, εξαχρειώθηκα, εξαχρειωμένος, μτβ. 1. κάνω κάτι ή κάποιον αχρείο, διαφθείρω ηθικά. 2. αφαιρώ την υπόληψη, το σεβασμό προς κάτι, εξευτελίζω: Η δικτατορία εξαχρείωσε την ηθική του κράτους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αχρειώ — ἀχρειῶ ( όω) (AM) [αχρείος] καθιστώ κάτι άχρηστο, χωρίς αξία, το καταστρέφω μσν. εξαχρειώνω, διαφθείρω … Dictionary of Greek
διαφθείρω — (Α διαφθείρω, Μ και διαφτείρω και διαφτείρνω και διαφτέρνω) 1. (με ηθική ένν.) εξαχρειώνω, βλάπτω, κάνω κάποιον χειρότερο («τα ανήθικα αναγνώσματα διαφθείρουν τα παιδιά») 2. φθείρω με δώρα, δωροδοκώ κάποιον για να μεροληπτήσει («πολλοὺς Ἀθηναίων… … Dictionary of Greek
εκφαυλίζω — (AM ἐκφαυλίζω) μσν. νεοελλ. κάνω κάτι ή κάποιον φαύλο, ευτελή, χειρότερο από ηθική άποψη, εξευτελίζω, διαφθείρω, εξαχρειώνω, εκφυλίζω «η φτώχεια εκφαυλίζει τους ανθρώπους» «έπειτα από κάθε πόλεμο τα ήθη εκφαυλίζονται» μσν. αρχ. περιφρονώ, θεωρώ… … Dictionary of Greek
εξαχρείωμα — το [εξαχρειώνω] το αποτέλεσμα τής εξαχρείωσης … Dictionary of Greek
εξαχρείωση — η η αλλοίωση των ηθών, τών ανθρώπων κ.λπ. ώστε να καταστούν αχρεία, η διαφθορά («ηθική, πολιτική εξαχρείωση»). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξαχρειώνω. Η λ. στον λόγιο τ. εξαχρείωσις μαρτυρείται στον Ικέσιο Λάτρη] … Dictionary of Greek
εξαχρειωτικός — ή, ό αυτός που προκαλεί εξαχρείωση, ο εξευτελιστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξαχρειώνω. Η λ. μαρτυρείται στον Δημήτριο Βικέλα] … Dictionary of Greek
εξευτελίζω — και ξευτελίζω (AM ἐξευτελίζω) [ευτελίζω] καθιστώ κάτι ευτελές, εξαχρειώνω («κι αν δεν μπορεῑς να κάνεις τη ζωή σου όπως τή θες, τοῡτο προσπάθησε τουλάχιστον μην τήν εξευτελίζεις», Καβάφης) νεοελλ. μέσ. εξευτελίζομαι χάνω την αξιοπρέπεια μου αρχ.… … Dictionary of Greek
μολύνω — (ΑΜ μολύνω) 1. ρυπαίνω, σπιλώνω, κηλιδώνω, λερώνω, βρομίζω («πηλῷ μολύνοντες... καὶ ξηραίνοντες ἑαυτούς», Αριστοτ.) 2. μτφ. διαφθείρω κάποιον ηθικά ή πνευματικά, εξαχρειώνω, εκφαυλίζω («ἡ συνείδησις αὐτῶν ἀσθενὴς οὖσα μολύνεται», ΚΔ) 3. (για ιερά … Dictionary of Greek